- ανακλύζω
- ἀνακλύζω (Α)1. (για τη θάλασσα) κατακλύζω με μεγάλα κύματα2. αφρίζω, αναβράζω όπως τα κύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + κλύζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνακλύζῃ — ἀνακλύζω wash up against pres subj mp 2nd sg ἀνακλύζω wash up against pres ind mp 2nd sg ἀνακλύζω wash up against pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλυσθείσης — ἀνακλύζω wash up against aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλύζεσθαι — ἀνακλύζω wash up against pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλύζεσκεν — ἀνακλύζω wash up against imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλύζοντες — ἀνακλύζω wash up against pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλύζοντος — ἀνακλύζω wash up against pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλύζων — ἀνακλύζω wash up against pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακλύσασθαι — ἀνακλύζω wash up against aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα … Dictionary of Greek